προσγειώνω — προσγειώνω, προσγείωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσγειώνω — Ν [πρόσγειος] 1. επαναφέρω πτητική μηχανή, όπως αεροσκάφος, διαστημικό όχημα κ.ά., στο έδαφος τής Γης, αλλ. προσεδαφίζω στη γη 2. ερχόμενος από το πέλαγος πλησιάζω προς την ακτή 3. μτφ. επαναφέρω στην πραγματικότητα («αεροβατούσε συνεχώς και… … Dictionary of Greek
προσγειώνω — προσγείωσα, προσγειώθηκα, προσγειωμένος 1. φέρνω μηχανοκίνητο πετούμενο ξανά στη γη (αεροπλάνο, αερόστατο, διαστημόπλοιο). 2. το μέσ., προσγειώνομαι κατεβαίνω από τον αέρα στη γη: Tα αεροπλάνα προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του νησιού. 3. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσγείωση — η, Ν 1. (αεροπ.) επάνοδος πτητικής μηχανής, λ.χ. αεροσκάφους, ή διαστημικού οχήματος, στο έδαφος τής Γης, αλλ. προσεδάφιση στη Γη 2. προσέγγιση στη στεριά 3. μτφ. επαναφορά στην πραγματικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσγειώνω. Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
προσγειωτήρας — ο, Ν σύστημα τροχών με βραχίονες που χρησιμεύει για την ομαλή προσγείωση τού αεροσκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσγειώνω + επίθημα τήρας (πρβλ. οδοστρω τήρας)] … Dictionary of Greek
προσεδαφίζω — προσεδάφισα, προσεδαφίστηκα, προσεδαφισμένος, προσγειώνω ένα αεροσκάφος ή διαστημόπλοιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)